Ἡ Μονὴ βρίσκεται δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικὰ τῆς Ναυπάκτου, κοντὰ στὸ χωριό Βομβοκοῦ, στερεωμένη στοὺς ἀπόκρημνους βράχους τῆς ἀνατολικῆς πλαγιᾶς τοῦ Ριγανίου ὄρους μοιάζει νὰ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὴ βαθειά χαράδρα ποὺ ἀνοίγεται πρὸς τὰ κάτω.
Ἡ Μονὴ πλαισιώνεται πρὸς τὰ δυτικὰ ἀπὸ πλούσια βλάστηση· δεσπόζουν μεγαλοπρεπεῖς αἰωνόβιοι πλάτανοι καὶ πηγαῖα ρυάκια ἀπὸ τὶς φυσικὲς κρῆνες ἐξαίρουν τὸ εἰρηνικὸ τοπίο. Πρὸς τὸν Νότο ἐκτείνεται χαμηλὰ ἡ πεδιάδα τοῦ Μόρνου. Παρεμβάλλεται ἡ θάλασσα καὶ ἀπέναντι, στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, διαγράφονται οἱ ἐπιβλητικοι ὄγκοι τῶν βουνῶν τῆς Πελοποννήσου.
Ἡ φυσικὴ καλλονὴ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς συνέβαλε στὴν κατοίκησή της ἀπὸ τὴν κλασσική ἀρχαιότητα «κατὰ κώμας ἀτειχίστους», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης. Στὴν ἔκταση ἀρχαίου οἰκισμοῦ θεμελιώθηκε ἀργότερα καὶ η Μονή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ μοναδικὴ ἐπιτύμβιος στήλη ποὺ βρέθηκε στὸ χῶρο του. Κατασκευασμένη ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο, ὕψους 0,70μ., πλάτους 0,35μ. καὶ πάχους 0,06μ., φέρει μὲ γράμματα τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος τὴν ἐπιγραφή:
«Αὖλ. Οὐιτέλλιος
Τέρτιος· ἔτ. λε’
Πάρδαλις θυγάτηρ»
Ὁ κατακερματισμὸς τῶν οἰκισμῶν ποὺ συναντᾶται καὶ σήμερα στὴν περιφέρεια, καθὼς καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ποὺ κατὰ καιροὺς ἔρχονται στὸ φῶς, ἀπηχοῦν ἀμυδρὰ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου.